- συλλαβοπευσιλαλητής
- ὁ, Ααυτός που εξετάζει κάθε συλλαβή προτού τήν προφέρει.[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβή + -πευσιλαλητής, τ. σχηματισμένος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < πεῦσις (< πυνθάνομαι) + -λαλητής (< λαλῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.